Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2018

Μουριές (Ακίνζαλη)-Mouries (Akidzali)

Η εικόνα ίσως περιέχει: ουρανός, δέντρο, σπίτι, υπαίθριες δραστηριότητες και φύση  Î— εικόνα ίσως περιέχει: ουρανός, σπίτι, δέντρο και υπαίθριες δραστηριότητες

Η εικόνα ίσως περιέχει: δέντρο, ουρανός, σπίτι, σύννεφο, υπαίθριες δραστηριότητες και φύση Φωτογραφίες και κείμενο
Μουριές (Ακίνζαλη)-Mouries (Akidzali)
Μικτό χωριό (πρόσφυγες & ντόπιοι)
Μετονομασία 1926
Εγκαταστάθηκαν 60 οικογένειες προσφύγων (257 άτομα)
Πριν την απελευθέρωση στα χωριά του Ακίντζαλη κατοικούσαν Οθωμανοί, Έλληνες και Βούλγαροι. Μετά την απελευθέρωση και την αποχώρηση των Οθωμανών και Βουλγάρων, εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από την π. Δοιράνη, τη Γευγελή, τη Στρώμνιτσα (1913), τον Καύκασο (1920), το Σαράϊ, την Τυρολόη, τις Μέτρες, κ.ά. της ανατολικής Θράκης (1923), τον Πόντο (1924), τα Άδανα κ.ά. της Μικράς Ασίας (1924), τη Νίγδη της Καππαδοκίας (1924), κ.ά. Όλοι αυτοί οι πρόσφυγες μαζί με τους γηγενείς Έλληνες και τους σαρακατσάνους που προϋπήρχαν στο λεκανοπέδιο αλλά αναγκάστηκαν μετά το 1923 να εγκαταλείψουν τη νομαδική ζωή και να εγκατασταθούν μόνιμα, ήταν οι νέοι κάτοικοι στους οικισμούς των Μουριών. Τα παλιά οθωμανικά ονόματα χρησιμοποιήθηκαν επίσημα από το ελληνικό κράτος τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης.
Η μετονομασία των οικισμών έγινε με αναγκαστικά διατάγματα μεταξύ 1926 και 1928
Η ζωή στο Ακίντζαλι
Αφηγείται ο ιερέας Γεώργιος Τερζιτάνος:
“Είμαι ο γιος του Μανόλη Τερζιτάνου, καπετάνιου των α­νταρτικών ομάδων του 1913 για την απελευθέρωση της Μακεδονίας από τους Βουλγάρους. Η οικογένειά μου ήταν γηγενής, είμαστε ντόπιοι στο Ακίντζαλι, στις Μουριές.
Ο Β’ Βαλκανικός πόλεμος το 1913 ελευθέρωσε την περιοχή του λεκανοπεδίου των Μουριών. Ο ελληνικός στρατός ελευθέρωσε μετά την Στρούμνιτσα, όπου πήγε ο Βενιζέλος να ενθαρρύνει το στρατό από τη λίμνη Δοϊράνη. Οι εδώ Μουριώτες τον υποδέχθηκαν και ο Προκόπης Τερζιτάνος, που ήταν ψαράς, δώρισε τον Βενιζέλο ένα γριβάδι δεκαπέντε οκάδες που τον ευχαρίστησε, γι’ αυτό και στις Σέρρες το φάγανε με τους επισήμους.
Εδώ οι Μουριώτες ήσαν άνθρωποι της γεωργίας. Δουλεύαμε το χώμα με αρχέγονα μέσα, με το ξύλινο αλέτρι, που μόνο στη μύτη που χάραζε τη γη είχε σίδερο και αργότερα με άροτρο σιδερένιο.
Είχαμε και κτηνοτροφία: πρόβατα, γίδια και μεγάλα ζώα, βουβάλια. Θερίζαμε με το δρεπάνι και στο χέρι φορούσαμε την παλαμαριά, ξύλινο γάντι, για να προφυλάξουμε το χέρι. Αλωνίζαμε με την τουκάνα μέχρι το 1950.
Αποθηκεύαμε για τον χειμώνα τη χειμερινή τροφή, σαν τα μυρμήγκια, τους γιουφκάδες, τον τραχανά, το κουσκούς, τα απίδια, που τα ξεραίναμε στον ήλιο και μετά στο φούρνο· κατόπιν τα βράζαμε κι έβγαζαν έναν αρωματικό χυμό που τον πίναμε ζεστό ή κρύο.
Όσο για το χοιρινό κρέας, βάζαμε το λαρδί σε καλούπια με μπόλικο άλας και κάναμε και τον καβουρμά.
Φύγανε πολλές οικογένειες στην Βουλγαρία με τον πόλεμο του 1922, αλλά και το 1941 έφυγαν από δω ντόπιοι για τη Βουλγαρία.
Η αξία των εθίμων και των παραδόσεων που μας άφησαν οι γονείς μας, ήταν σημαντική. Τα έθιμα ωφελούν την ψυχή του ανθρώπου.
Την τελευταία Κυριακή των Απόκρεω στρώναμε το τραπέζι με ανάλογα φαγητά. Το τραπέζι ήταν ένας χαμηλός σουφράς. Γύρω-γύρω καθόμασταν και ο νοικοκύρης, ο αρχηγός της φαμίλιας, έριχνε κάτω στο χώμα λίγο κρασί, για να μην ξεχνάμε τους ανθρώπους μας τους πεθαμένους και μετά αρχίζαμε το φαγοπότι.
Πριν αρχίσουμε να τρώμε, πρώτα κάναμε το σταυρό μας, λέγαμε κάποια ευχή και μετά έπαιρνε ο καθένας το κουτάλι και τρώγαμε από μια γαβάθα.
Είχαμε και βρασμένα αυγά, όχι βαμμένα· το ένα το ξεφλουδίζαμε, το δέναμε με κλωστή που κρεμιόταν από το ταβάνι και το ωθούσαμε· όπως ήμασταν όλοι γύρω από το τραπέζι, αυτό πήγαινε πάνω απ’ τα κεφάλια μας κυκλικά και σ’ όποιον κατόρθωνε να το πιάσει με το στόμα, του έταζαν κάτι που δεν το έπαιρνε ποτέ!
Οι παραδόσεις αποτελούν πηγή ενότητας ανάμεσα στις γενιές. Δεν είναι απαραίτητο να ακολουθεί κανείς κατά γράμμα τον παραδοσιακό τρόπο ζωής. Αρκεί να βρεθεί κανείς στο πνεύμα των πατροπαράδοτων συνηθειών, για να αντλήσει δύναμη.
Και οι μεγάλες γιορτές είναι μια καλή αρχή για την ενίσχυση της οικογενειακής αγάπης και ενότητας. Ιδιάιτερα σε δύσκολες εποχές, η αγάπη ενώνει την οικογένεια. Ολα αυτά όμως φεύγουν σιγά-σιγά και μένουν μόνοι.
Η πίστη αποτελεί τον θεμέλιο λίθο των οικογενειακών παραδόσεων. Με την πίστη κρατάμε αναλλοίωτες τις παραδόσεις μας, πρώτα μέσα στην οικογένεια και μετά στην κοινωνική μας ζωή.
Γεώργιος Χατζόπουλος
Ο Γεώργιος Χατζόπουλος γεννήθηκε στο 1912 στο Σαράι της Ανατολικής Θράκης. Στις 15 Οκτωβρίου του 2002 τον επισκεφθήκαμε στις Μουριές όπου κατοικούσε. Μας διηγήθηκε πως έφυγαν από τη Θράκη:
Ήμουν εννέα χρονών. Ο πατέρας μου έζεψε στο ζυγό τα βόδια, βάλαμε στο κάρο δύο σακιά αλεύρι και λιγοστά πράγματα που μπορούσαμε να πάρουμε. Ο πατέρας μου ήταν φούρναρης. Ήμασταν εξαμελής οικογένεια. Με κόπο φθάσαμε στην Αδριανούπολη και μετά στο Δεδέαγατς (Αλεξανδρούπολη).
Πολλοί πρόσφυγες Θρακιώτες έμειναν στα Άβδηρα. Όταν προχωρούσε ο ελληνικός στρατός προς την πατρίδα μας την Θράκη, πήραμε θάρρος. Η χαρά μας δεν κράτησε πολύ. Γυρίζουν πίσω τα ελληνικά στρατεύματα. Τότε πια άλλη ελπίδα δεν είχαμε και ήρθαμε εδώ στο Ακίντζαλι, στις Μουριές.
Όταν ελευθερώθηκε στις 22 Ιουνίου του 1913, πήρε το όνομα Αρχάγγελος. Έγινε δήμος για δύο χρόνια, ως δήμος Αρχαγγέλου. Είχε τελωνείο ως το 1940.
Τα γύρω χωριά (Πουλαματσλή (Ακακίες), Καραλή (Συκαμιές), Τουργουτλού (Ψυχρόβρυση), ανήκαν στην κοινότητα των Μουριών.

Το χωριό Μουριές (Ακίντζαλι)

Άγνωστε φίλε, που κάνεις υπομονή και διαβάζεις αυτές τις αράδες έτσι ήταν η ζωή τότε 1924-1950. Για να συνεχίσει κανείς το ταξίδι προς τα νοτιοδυτικά, μπορούσε να χρησιμοποιήσει τον μοναδικό αυτοκινητόδρομο, με αφετηρία τον Σ.Σ. Μουριών προς Ακίντζαλι (Μουριές). Τα περήφανα χωριά καλωσορίζουν ευπρόσδεκτα τον κάθε επισκέπτη οποιανδήποτε εποχή του χρόνου. Μια καλή, ίσως η καλύτερη ευκαιρία για να δείτε και να γνωρίσετε από κοντά τα διαφορετικά πρόσωπα της μεγάλης γης των Μουριών, το λεκανοπέδιο με την ωραία βλάστηση, την λίμνη Δοϊράνη, τους γύρω ορίζοντες, το Μπέλλες, το Μαυροβούνιο, τα γνωστά Χίλια Δέντρα με το γριβάδι στη σχάρα, καφετέριες, ρεστοράν. Οι κάτοικοι των Μουριών (Ακίντζαλι) είναι Θράκες, Πό­ντιοι, Μικρασιάτες, ντόπιοι και Σαρακατσάνοι. Ζούνε με αγάπη. Ο λαός των Μουριών είναι εργατικός, περήφανος. Δεν απλώνει ποτέ το χέρι για βοήθεια. Είναι τίμιος. Όμως δυστυχώς, δεν έχομε αύξηση πληθυσμού αλλά αντιθέτως, μείωση!

Πόσες φορές δεν ταξιδεύει ο νους μου σε παρελθόντα γεγονότα, σε χρόνους και τόπους όπου πάτησε το πόδι μου. Εδώ περπάτησα, εκεί έπαιξα, εδώ εμπορευόμασταν το 1947 στο παζάρι Ακίντζαλι, πιο πέρα έσκαψα, φύτεψα, μπόλιασα δέντρα, συγκινήθηκα, επόνεσα, έκλαψα με φίλους. Προπάντων έκλαψα. Όλοι γνωστοί, όλοι φίλοι.

Ο Θεός μετά την δημιουργία, θέλοντας να θαυμάσει από πολύ κοντά την ομορφιά των έργων του, ασφαλώς... εδώ κατέβηκε, στο λεκανοπέδιο Μουριών πρώτα και περπάτησε! Το λέω αυτό γιατί τον τόπο αυτόν τον είδα, τον έζησα ως παιδί, ως έφηβος, ως μεγάλος και χάρηκα την αφθονία των αγαθών του. Τόπος ευπορώτατος και στα χαμηλά και στα ψηλώματα. Τα πλούτη αυτά της γης δεν είχαν περιορισμό. Προϊόντα κυρίως γεωργικά και κτηνοτροφικά. Προϊόντα δημητριακά άφθονα, αλιεία, το γριβάδι, το πρικί, γουλιανός, χέλι, οι γνωστοί τότε σε μεγάλη παραγωγή μεταξοσκώληκες (κουκούλια) με πολλά μουριόδεντρα τροφή γι’ αυτά, κτηνοτροφία, αλογάριαστα κηπευτικά. Γέμιζε ο τόπος από Γιώργο Πελτέκη, Στάθη Μακρίδη και Αλέξη Ασλανίδη (τον ανάπηρο). Χωριό Μικρόβρυση. Μπαξέδες κατά... στρέμματα. Χαιρόταν το μάτι σου. Αυτά τα πλούτη της φύσης που αρδεύονταν με τα μέσα του τότε καιρού, με το γαϊδούρι με παραπέτο στα μάτια, να γυρίζει γύρω από το πηγάδι και να βγάζει νερό.

Ως παραμεθόριος περιοχή, το Ακίντζαλι (Μουριές) τύγχανε της μέριμνας των αρχών αναφορικά με την πληθυσμιακή κίνηση. Η αγορά (το παζάρι) στο Ακίντζαλι καθιερώθηκε από την αρχή του 1924, όταν δημιουργήθηκαν τα γύρω χωριά με τον ερχομό των κατοίκων το 1923 και 1924 από τις αλησμόνητες πατρίδες των. Τα χωριά ονομάζονταν παλαιότερα, πριν το 1915 Αατλή (Καβαλλάρης), Γκενσεκλή, Δουργουτλή, Ερτεζελή, Καραλί, Καρά-Παζάρ, Καρλόβασι (Κρητικά-Αλεξάνδρα), Κιολεμενλή (Λιθωτό), Μενετλή, Μουλάμπασι (Πουλαματσλή), Τσααλί (Μικρόβρυση), Χατζή Ογλαρά. Αργότερα τα χωριά τα ένωσαν το 1928.

Στα ακριτικά χωριά, για να εξυπηρετηθούν οι κάτοικοι πάνω σε καθημερινή βάση, άνοιξαν παντοπωλεία (Ζαφείρης Αργυρόπουλος και άλλοι). Έρχονταν από πολύ μακριά με γαϊδούρια και άλογα καβάλα. Κατά διαστήματα υπήρχαν χάνια και διανυκτέρευαν εκεί. Μετά ήταν η αγορά. Αγοραπωλησία μικρών και μεγάλων ζώων. Κάθε Σάββατο παζάρι. Τα γύρω χωριά έφερναν αυγά, κοτόπουλα, βούτυρο. Τα αγόραζαν ειδικοί. Είχε αυγουλάδες που τοποθετούσαν τα αυγά σε κάσες με άχυρο. Ο κοτοπουλάς σε ειδικές κάσες μακρόστενες, φόρτωνε τα κοτόπουλα σε βαγόνια επίκουρα του ΣΕΚ τότε, για την Θεσσαλονίκη. Αυτοκίνητο δεν υπήρχε.

Το Ακίντζαλι (Μουριές), από το 1928 έως το 1940 είχε μονίμως ως φρουρά έναν λόχο στρατό για τον φόβο των κομιτατζίδων Βουλγάρων, που έσφαζαν δασκάλους και παπάδες. Οι στρατιώτες κάθε μέρα περιπολούσαν τα βουνά του Μαυροβουνίου, πότε πεζή και πότε έφιπποι, οπλισμένοι με αραβίδα (Μάνλιχερ) και ενέδρα σε καίρια σημεία.

Το Ακίντζαλι με τα γύρω χωριά, τα ωραία σύγχρονα σπίτια, αρχοντικά σπίτια, που μοιάζουν με βιλίτσες και τις εκκλησίες, κτίσματα της δεκαετίας του ΄30.

Για ορειβασία και ορειβάτες, το Μπέλλες. Αξίζει να επισκεφθείτε τον καταρράκτη του Μπέλλες. Όμως σίγουρα αυτό που θα σας αρέσει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, θα είναι να βρεθείτε ψηλά, χωρίς να κουρασθείτε και θα αγνα­ντεύετε τους γύρω ορίζοντες, την πεδιάδα των Μουριών, την λίμνη Δοϊράνη, την απέναντι μεριά, το Μαυροβούνιο. Αν απομακρυνθείτε από το σημείο αυτό, κατεβείτε κάτω. Θα δείτε πίσω από την πλάτη σας να υψώνεται το Μπέλλες, με εκεί υψόμετρο 1850 μέτρα.

* Σημ. Τα τρία βιβλία του Παύλου-Σωκράτη Παυλίδη “Μάρτυς μου το Μπέλλες”, “Το λεκανοπέδιο των Μουριών” και “Διηγώντας τα να κλαις", δεν πωλούνται.
Οι αναγνώστες μπορούν να τα βρουν "ΔΩΡΕΑΝ" στην Δημοτική Δανειστική Βιβλιοθήκη του δήμου Κιλκίς.
Πληροφοριακά για όσους ζήτησαν να τα βρουν!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο Σιδηροδρομικός Σταθμός Μουριών

ΜΑΘΑΙΝΩ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΟΥ Ο Σιδηροδρομικός Σταθμός Μουριών και το κλεμμένο όνομα! Η ιστορία μας ξεκινάει από την Οθωμανική αυτοκρατ...